- σκότιος
- -α, -ο / σκότιος, -ία, -ον, ΝΑ, και σκότιος, -ον, Α [σκότος]σκοτεινός, μαύρος (α. «μέσ' στα σκότια γνέφη γέρνει και κοιμάται [ο ήλιος]», Γρυπ.β. «ὦ σκοτία νύξ», Ευρ.)νεοελλ.μτφ. δόλιος, ύπουλος, κακόβουλος, καταχθόνιος (α. «σκότιες σκέψεις» β. «σκότιες ενέργειες»)αρχ.1. (για τον κάτω κόσμο) ερεβώδης («προλιποῡσ' ἦλθεν ἕδρας σκοτίας Ἅιδα τε πύλας», Ευρ.)2. αυτός που γίνεται στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, κρυφός, μυστικός, παράνομος («σκοτίας... εὐνάς» — κρυφούς, παράνομους έρωτες, Ευρ.)3. (για πρόσ.) αυτός που γεννήθηκε από παράνομο έρωτα και όχι από νόμιμο γάμο (α. «σκότιον δὲ ἐγείνατο μήτηρ» — και κρυφά τόν γέννησε η μάνα, Ομ. Ιλ.β. «καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῑδες ἐν θανάτῳ», Ευρ.)4. μτφ. α) σκοτεινός, ασαφής, δυσνόητος, ακατάληπτος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκότιονσκότος, σκοτάδι6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σκότιοι(στην Κρήτη) τα παιδιά που έμεναν στον γυναικώνα.επίρρ...σκοτίως Α1. κατά τρόπο σκότιο2. ασαφώς, με τρόπο δυσνόητο («σκοτίως μηνύειν», Φίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.